Τα CTP χρησιμοποιούνται πλέον ευρέως στις γραφικές τέχνες, τα τελευταία πέντε χρόνια. Στο διάστημα αυτό οι αμφιβολίες των επαγγελματιών, σχετικά με τα συστήματα αυτά, μετατοπίστηκαν: δεν αναρωτιό­μαστε πια για το «αν είναι συμφέρουσα η χρήση» του CTP, αλλά για το «πότε πρέπει να το εντάξουμε στη γραμμή παραγωγής» και με ποια τεχνολογία. Το βασικό ερώτημα που δημιουργείται είναι το εξής: Ποια τεχνολογία CTP είναι κατάλληλη για την εταιρεία μας;

Ένα από τα χαρακτηριστικά των CTP είναι ότι υιοθέτησαν πολλές διαφορετικές τεχνολογίες εγγραφής, σε ένα σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Από τις αρχές του 1990 μέχρι και το ’95 η τεχνολογία βασιζόταν στο συνδυασμό εσωτερικού τυμπάνου και μπλε laser, το οποίο παραγόταν από ιονισμένο αέριο αργόν. Ήδη από την Drupa του ’95, αντικαταστάθηκαν από τα πράσινα laser τύπου FD-YAG. Στη συνέχεια, παρου-σιάστηκαν οι θερμικοί εικονοθέτες με εξωτερικό τύμπανο και διόδους με συχνότητα 830 νανόμετρα. Αυτή η τεχνολογία, το 1998, είχε καθιερωθεί στα τυπογραφία, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τους εικονοθέτες με εσωτερικό τύμπανο. Μέχρι σήμερα, συγκριτικά με τους επίπεδους εικονοθέτες και εκείνους με εσωτερικό τύμπανο, ο κόσμος της εκτύπωσης προτιμά την καθαρή τεχνολογία laser, με ένα ποσοστό της αγοράς που φτάνει το 90%. Στην Drupa 2000 επανήλθε η τεχνολογία του εσωτερικού τυμπάνου, σε συνδυασμό με laser violet στη συχνότητα των 405 νανομέτρων, η οποία κατάφερε να ανταγωνιστεί με επιτυχία τη θερμι­κή τεχνολογία.

Ταυτόχρονα, παρακολουθήσαμε τη δυναμική άνοδο στην αγορά της γερμανικής εταιρείας BasisPrint, με ένα σύστημα που μπορεί να γράψει σε παραδοσιακούς μεταλλικούς τσίγκους με violet φωτισμό (CTcP). Από την Drupa 2004 περιμένουμε να αποδειχθεί αν η τεχνολογία CTcP μπορεί να καθιερωθεί καθώς και η Esco Graphics και η Escher-Grad παρουσίασαν παρόμοια συστήματα.

1. Τα πλεονεκτήματα της κάθε τεχνολογίας

Όλες οι συνηθισμένες τεχνολογίες παρουσίαζουν τεχνικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Η θερμική τεχνολογία, παρότι προσφέρει σταθερή και οικονομική λειτουργία σε μια μεγάλη γκάμα μηχανημάτων και τσίγκων, επιβαρύνει τον τυπογράφο με το επιπλέον κόστος των θερμικών κεφαλών για τα μικρότερα φορμάτ εντύπων. Επίσης, υπάρχει το πρόβλημα ότι τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα δεν υπήρχε ουσιαστικός ανταγωνισμός από την πλευρά των λίγων παραγωγών θερμικών τσίγκων, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα τις σχετικά υψηλές τιμές. Αναμένεται η Creo, η εταιρεία με το μεγαλύτερο τζίρο στο χώρο του CTP, να προχωρήσει σε σημαντικές αλλαγές στα θερμικά προϊόντα της, η τεχνολογία των οποίων είναι ήδη οχτώ χρόνων. Το ερώτημα είναι αν, τελίκα, θα κατορθώσουν να εξαπλωθούν στην αγορά καλύπτοντας και τα μικρότερα φορμάτ.

2. Τα «οικονομικά» laser violet

Τα εμφανιστήρια που χρησιμοποιούν οικονομικές violet διόδους μπορεί να αποτελέσουν μια ελκυστική λύση για τα μικρά εργαστήρια και τους εν δυνάμει αγοραστές CTP, που δεν σκοπεύουν να προχωρήσουν σε μεγάλες επενδύσεις. Η προσφορά αναλωσίμων βελτιώθηκε σημαντικά με την εμφάνιση στην αγορά των πολυμερικών υποστρωμάτων της Fuji και της Lastra. Η Agfa ειδικά παρουσίασε τον τσίγκο κωδικού M91 για laser violet, και άλλες εταιρείες θα την ακολουθήσουν με παρόμοια παροϊόντα. Στο παρελθόν, η τεχνολογία με violet laser θεωρείτο υποδιαίστερη σε σχέση με τα θερμικά CTP, διότι υπήρχαν πολύ λίγες σελίδα 3

δυνατότητες επιλογής τσίγκων και η διαδικασία της εγγραφής και της εμφάνισης ήταν (και παραμένει) ακριβή και λίγο ασταθής. Ένας άλλος τομέας του CTP είναι η ψηφιακή εγγραφή παραδοσιακών τσίγκων με επίστρωση ευαίσθητη στην ακτινοβολία UV, μια τεχνολογία της BasysPrint που βελτιώθηκε αρκετά τόσο στην ταχύτητα όσο και στην ανάλυση εγγραφής. Αποτελεί μια σοβαρή εναλλακτική λύση για την εκτύπωση εφημερίδων, παρότι δεν συστήνεται για παραγωγή μεγαλύτερη των 115 τσίγκων/ώρα. Πάντα στο χώρο του CTcP, αρκετοί κατασκευαστές προσπαθούν να κάνουν εφικτή την ψηφιακή εγγραφή παρα­δοσιακών τσίγκων, όχι με τη χρήση ακτινοβολίας UV και περιστρεφόμενων μίκρο-κάτοπτρων (αυτή είναι η περίπτωση της BasysPrint και της Esko Graphics), αλλά με μια δέσμη laser υψηλής ενέργειας: τα μεγαλύ-τερα ονόματα εδώ είναι η Alfaquest (με την εξέλιξη του προϊόντος FastTrak), η Escher-Grad και η Perkin Elmer. Βέβαια, πρέπει να αποδειχθεί ότι είναι εφικτή η εγγραφή σε μια μεγάλη γκάμα φωτοευαίσθητων συμβατών τσίγκων και ότι το κόστος των υλικών και του laser δε θα είναι ασύμφορα.

Δεν υπάρχει κυρίαρχη τεχνολογία

Καμιά τεχνολογία ψηφιακής εγγραφής δεν έχει καθιερωθεί ακόμη ως κύρια στην αγορά και η κατάσταση αυτή δεν αναμένεται να αλλάξει στο άμεσο μέλλον. Οι εικονοθέτες laser ορατού φωτός και οι θερμικοί εικονοθέτες κατάφεραν να κατακτήσουν το δικό τους ποσοστό στην αγορά της εκτύπωσης offset, με σχεδόν παρόμοιο αριθμό πωλήσεων. Οι εγκαταστάσεις CTcP της basysPrint έχουν ανοδική πορεία, αλλά είναι δύσκολη η πρόβλεψη του ακριβούς ποσοστού που πρόκειται να αποκτήσουν στο μέλλον, βέβαια αποτελούν την πιο κατανοητή λύση για τους τυπογράφους. Άλλες τεχνολογίες, όπως για παράδειγμα τα συστήματα inkjet της Pisers-jetplate είναι ακόμα σε εμβρυακή φάση και πρέπει να περιμένουμε τις εξελί­ξεις, μια που η τεχνολογία στο χώρο του CTP αλλάζει ραγδαία.

3. Οι διαφορετικές απαιτήσεις των μικρών τυπογραφείων

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μέχρι σήμερα η τεχνολογία CTP αποδείχθηκε κατάλληλη κυρίως για τις μεγάλες μονάδες, ειδικά για εφαρμογές 70 x 100εκ. ή μεγαλύτερου μεγέθους. Αλλά, περίπου το 80% των εται­ρειών γραφικών τεχνών παγκοσμίως αποτελείται πρακτικά από μικρομεσαίες επιχειρήσεις που τυπώνουν συνήθως μέχρι 50 x 70εκ. Για όλους αυτούς, η τεχνολογία CTP ήταν μέχρι τώρα ασύμφορη ή τουλάχιστον προβληματική. Ειδικά στην αγορά του μικρού φορμάτ, δεν είναι ξεκάθαρο ποια τεχνολογία CTP θα επι­κρατήσει –και αν θα επικρατήσει– ή αν θα δούμε την άνοδο των τυπογραφικών μηχανών Direct Imaging, με εμφάνιση του θέματος πάνω στη μηχανή. Σε τελική ανάλυση, οι κύριοι προβληματισμοί παραμένουν στο πότε κανείς πρέπει να εντάξει μια μονάδα CTP και με ποιά συγκεκριμένη τεχνολογία. Αυτή η επιλογή είναι διαφορετική για την κάθε εταιρεία και πρέπει να βασίζεται σε συγκεκριμένα κριτήρια: στην ποσότητα των τσίγκων που θέλουμε να παράγουμε, την τεχνική της εκτύπωσης (φλεξογραφία, offset, με συμβατά μελάνια ή με UV κ.λπ.), την ποιότητα που θέλουμε να πετύχουμε και την προσαρμογή στην ήδη υπάρχου­σα διαδικασία παραγωγής ή στο ηλεκτρονικό δίκτυο, εφόσον διαθέτουμε. Ο αριθμός των συστημάτων που θα τοποθετηθούν εξαρτάται καθαρά από το ύψος της επένδυσης και από τον επιθυμητό όγκο πα­ραγωγής. Πρέπει να προϋπολογίσουμε, επίσης, τις δαπάνες για αναλώσιμα και service, παράγοντες που επηρρεάζουν σημαντικά το ύψος της επένδυσης.

4. Η σημασία της συμβουλευτικής υποστήριξης

Με τόσες τεχνολογίες που προωθούνται ταυτόχρονα, το τοπίο που δημιουργείται είναι θολό, ακόμη και στους κόλπους των προμηθευτών. Η πολυπλοκότητα της τεχνολογίας και η έλλειψη εμπειρίας των υπεύ­θυνων-πωλητών κάνουν ακόμα πιο δύσκολη τη σωστή επιλογή ενός CTP, από μεριάς του τυπογράφου. Είναι λογικό κάθε παραγωγός ή/και αντιπρόσωπος να θέλει να προωθήσει μόνο τα προϊόντα του, στην προσπάθεια υλοποίησης μιας μονοπωλιακής πολιτικής marketing. Είναι παράλογο, όμως, να μην υπάρ­χει επαρκής πληροφόρηση στους ενδιαφερομένους. Γι’ αυτούς τους λόγους, λοιπόν, είναι απαραίτητο να ζητάμε συμβουλευτική βοήθεια από μια έγκυρη, ανεξάρτητη πηγή. Τα ζητούμενα του CTP είναι (α) έλεγχος της ποιότητας και (β) σταθερότητα των αποτελεσμάτων, μέσω της καθιέρωσης ενός στάνταρντ για εγγραφή, φώτισμα, δοκιμαστική εκτύπωση και κανονική παραγωγή. Καλό είναι να ενημερώνομαστε τακτικά: για το χρήστη του CTP αποτελούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι πρωτοβουλίες Ugra/Fogra από τους παραγωγούς υποστρωμάτων και συστημάτων ελέγχου.

5. FM raster στα CTP

Στην αγορά των γραφικών τεχνών η ανταγωνιστικότητα έχει ξεπεράσει κάθε όριο, αφήνοντας πολύ μικρά περιθώρια κέρδους. Προκειμένου να διατηρήσουν τα κέρδη, οι τυπογραφίες offset πρέπει να αναπτύξουν τις υπηρεσίες τους και να βρούν νέους τρόπους για να διαφοροποιηθούν από τους ανταγωνιστές. Πολλοί τυπογράφοι αναρωτιούνται αν ένας απ’ αυτούς τους τρόπους θα μπορούσε να είναι το FM screening. Για όσους δεν έχουν ξεκάθαρη εικόνα για τα FM screens, πρόκειται για έναν εναλλακτικό τρόπο εγγραφής λιθογραφικών φιλμ, που βασίζεται σε ψηφιακό, κυψελοειδές raster με πολύ μικρές κουκκίδες σταθερού μεγέθους. Ανάλογα με την πυκνότητα αυτών των κουκκίδων ανά τετραγωνικό χιλιοστό, διαμορ-φώνονται οι διάφοροι τόνοι του γκρι στο φιλμ, με πολύ υψηλότερη ποιότητα από τον παραδοσιακό τρόπο εικονοθέτησης –ο οποίος βασίζεται σε ένα νοητό πλέγμα εναλλασόμενου μεγέθους κουκκίδας, εγγραφόμενης στο φιλμ κάτω από μια συγκεκριμένη γωνία. Επειδή ακριβώς η παράμετρος που αλλάζει για να αποδοθούν οι ενδιάμεσοι τόνοι δεν είναι το μέγεθος, αλλά η πυκνότητα των κουκκίδων, η μέθοδος αυτή ονομάζεται FM Screening (από το Frequency Modulation = διαμόρφωση συχνότητας, σε αντίθεση με το Amplitude Modulation = διαμόρφωση εντάσεως της παραδοσιακής μεθόδου – όροι προερχόμενοι από τις ραδιοεπικοινωνίες).

Κάθε εταιρεία που εφαρμόζει και αναπτύσσει το FM screening, είτε για την παραγωγή φιλμ είτε για CTP ή στα RIP των plotter μεγάλου μεγέθους, έχει πατεντάρει το δικό της software και έτσι αυτά τα επονομα­ζόμενα «τυχαία» ή «στοχαστικά» ή «ιρασιοναλιστικά» raster είναι περισσότερο γνωστά με τις εμπορικές ονομασίες των εταιρειών. H μέθοδος FM screening έχει ήδη χρησιμοποιηθεί και εξελιχθεί με επιτυχία, εδώ και πολλά χρόνια, στα RIP και στα drivers των μηχανημάτων inkjet μικρού και μεγάλου μεγέθους, όπου τα σταγονίδια του μελανιού εκτοξεύονται σε μια τυχαία διάταξη (γνωστή και ως «διάχυση του λάθους») ώστε να μη σχηματίζονται ορατά μοτίβα και άλλα οπτικά προβλήματα. Η εφαρμογή του FM screening δεν είναι κάτι καινούργιο, δοκιμάστηκε από την Agfa και τη Linotronic με την ονομασία «Crystal» raster και «HI-FI» και «FM» raster αντίστοιχα, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Τα δύο κύρια προβλήματα που επισήμαναν –τότε– οι επαγγελματίες των γραφικών τεχνών ήταν:

  1. H δυσκολία της αναπαραγωγής του φιλμ πάνω στο λιθογραφικό τσίγκο κατά το φώτισμα, λόγω του πολύ μικρού μεγέθους της κουκκίδας, με συνέπεια να δημιουργούνται προβλήματα στις σκούρες πε­ριοχές και στα 3/4 μαύρου.
  2. Η ίδια η διαδικασία της εκτύπωσης offset με φιλμ και τσίγκους FM απαιτεί τρομακτική ακρίβεια και σύμπτωση κατά την εκτύπωση, παράγοντες οι οποίοι δεν είναι πάντα ελεγχόμενοι, λόγω π.χ. των ανοιγ­μάτων του χαρτιού, ειδικά στα μικρότερα βάρη, όταν τυπώνουμε wet-on-wet ή overprint.

Τα δύο αυτά προβλήματα μπορούν να λυθούν, σε μεγάλο βαθμό, με τα συστήματα CTP: η κατευθείαν εγγραφή ενός δύσκολου θέματος στον τσίγκο δεν περιορίζεται πλέον από τη σωστή απόδοση στις φωτει­νές περιοχές, από 0 - 10%, αλλά μόνο από την τετράγωνη κουκκίδα, η οποία έτσι κι αλλιώς αποτελεί το «σήμα κατατεθέν» της εγγραφής laser σε τσίγκο. Όλοι οι κατασκευαστές CTP εφάρμοσαν αυτή τη μέθοδο εικονογράφησης. Για την καθιέρωση της τεχνολογίας FM, σύμφωνα με τους ειδικούς της τυπογραφίας, πρέπει πρώτα να συμβεί η λεγόμενη «ψηφιακή μετάβαση» που απαιτεί προσαρμογή των δεδομένων με ακρίβεια «κουκκίδας», διαχείρηση του χρώματος, συνεχή έλεγχο των διαδικασιών και το δυσκολότερο την απόλυτη ασφάλεια στην ισορροπία μελάνι/νερά στις τυπογραφικές μηχανές. Μιλάμε δηλαδή για ολι­κό ψηφιακό έλεγχο της τυπογραφικής διαδικασίας, κάτι που για την ώρα δεν είναι εφικτό. Η πλήρης εφαρ­μογή της τεχνολογίας FM θα είναι εφικτή μόνο όταν κατασκευαστές όπως Creo, Esko Graphics, Screen και Agfa θα μπορούν να προσφέρουν μέσω software τον πλήρη έλεγχο του τυπογραφικά εκτυπούμενου χαρτιού. Για την ώρα, προϊόντα όπως «Spectra», «Staccato», «Monet», «Samba», «Crystal Raster» και «Sublima» αποτελούν τη δεύτερη γενιά των raster FM, με υβριδικές λύσεις, όπως π.χ. της Esko Graphics που συνδυάζει FM και παραδοσιακό raster για καλύτερη απόδοση των σκούρων περιοχών. Για τους τυ­πογράφους, οι οποίοι ποτέ δε συμφιλιώθηκαν με την τετράγωνη κουκκίδα του CTP, μια τέτοια επιλογή και επένδυση μπορεί να αποτελέσει ορατή διέξοδο για την βελτίωση της ποιότητας που προσφέρουν και –εν ολίγης– για να ξεχωρίσουν από τους ανταγωνιστές.

Τελικά, όλα τα παραπάνω συνηγορούν στο εξής συμπέρασμα: για να εντάξουμε ένα σύστημα CTP στη γραμμή παραγωγής με τον καλύτερο τρόπο, πρέπει να επιλέξουμε την κατάλληλη τεχνολογία, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της δουλειάς μας. Αυτό απαιτεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερη γνώση πάνω στο αντικείμενο και σε όλες τις πιθανές λύσεις που παρουσιάζονται στην αγορά.