ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τα CD Recorders αποτελούν μία από τις πιο αξιόπιστες και ταυτόχρονα οικονομικές λύσεις στο πρόβλημα της αποθήκευσης δεδομένων. Το πλήθος των θετικών χαρακτηριστικών των CDs αποκαλύπτει την υπεροχή τους έναντι κάθε άλλου αποθηκευτικού μέσου απευθυνόμενου στην πλειονότητα των χρηστών.

Αρχικά, η χωρητικότητα των 650 ΜΒ καθιστά το CD αδιαφιλονίκητο ηγέτη έναντι των δισκετών και κάθε άλλου μέσου αποθήκευσης δεδομένων που μπορεί εύκολα να μεταφερθεί. Η δυνατότητα της τυχαίας προσπέλασής του, η μεγάλη εξάπλωση των CD-ROM drives (των συσκευών, δηλαδή, ανάγνωσής του), η ευκολία χρήσης του, η αντοχή του απέναντι στο χρόνο και το χαμηλό κόστος ανά αποθηκευόμενο ΜΒ ήταν παράγοντες που έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην εξάπλωσή του.

Πριν από την εμφάνιση των CD Recorders και όσο καιρό οι συσκευές αυτές αποτελούσαν "δείγματα προς επίδειξη", ο μόνος δρόμος για την εγγραφή CD οδηγούσε σε εργοστάσια του εξωτερικού. Φυσικά, οι πελάτες των εργοστασίων δεν ήταν απλοί χρήστες, αλλά εταιρίες για τις οποίες το ζητούμενο ήταν η παραγωγή σε μεγάλη ποσότητα αντιγράφων ενός τίτλου CD. 0 τρόπος αυτός χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα για την κατασκευή μεγάλου αριθμού CDs, διότι προσφέρει το πλεονέκτημα του χαμηλού ανά τεμάχιο κόστους. Η εταιρία που αναπτύσσει τον τίτλο στέλνει τα δεδομένα στο εργοστάσιο σε κάποιο αποθηκευτικό μέσο (σκληρός δίσκος, tape και, σήμερα πλέον, κυρίως χρυσαφί CD) και, εν συνεχεία, ξεκινά μία διαδικασία που, λίγο έως πολύ θυμίζει... παραδοσιακό τυπογραφείο. Τον περισσότερο χρόνο και το μεγαλύτερο μέρος του κόστους παραγωγής αναλώνει η κατασκευή της μήτρας.

Αρχικά, μία ακτίνα laser δημιουργεί μικροσκοπικές λακκούβες πάνω σε μία γυάλινη μήτρα (glass master) καίγοντας την ευαίσθητη στο φως επίστρωση που αυτή διαθέτει. Από τη γυάλινη μήτρα κατασκευάζεται μία νικέλiνη, την οποία χρησιμοποιεί η πρέσα στην κατασκευή των αντιγράφων (η διαδικασία είναι ίδια με αυτή της κατασκευής δίσκων βινιλίου). Τα εργοστάσια αναλαμβάνουν και το labeling - την εκτύπωση, δηλαδή, των ετικετών πάνω στα CDs. Συχνά, επίσης, αναλαμβάνουν και την τοποθέτηση των CDs σε θήκες καθώς και την εκτύπωση των εξώφυλλων.

Η "εργοστασιακή" παραγωγή CDROM είναι συμφέρουσα για ποσότητες που ξεπερνούν τα 500 τεμάχια, καθώς περίπου αυτό είναι το όριο στο οποίο το κόστος μειώνεται σημαντικά. 0 δίσκος που έχει παραχθεί σε εργοστάσιο μέσω πρέσας ξεχωρίζει από το ασημί χρώμα του που οφείλεται σε μία επίστρωση αλουμινίου. Τέλος, την προστασία του δίσκου αυτού αναλαμβάνει μία επίστρωση πολυανθρακούχου πλαστικού.

CD-R: Η ΧΡΥΣΗ ΛΥΣΗ

Σε αντίθεση με τους ασημένιους δίσκους που παράγονται στα εργοστάσια εγγραφής, τα CDs που προέρχονται από τα CD Recorders έχουν χρυσαφί χρώμα. Αυτό οφείλεται σε μία λεπτή επίστρωση χρυσού που διαθέτει το CD, η οποία προσφέρει καλύτερες ιδιότητες ανάκλασης από αυτές της ασημένιας επιφάνειας. Ως βάση και προστατευτικό υλικό χρησιμοποιείται το πολυανθρακούχο πλαστικό, ενώ εκτός από την επίστρωση χρυσού υπάρχουν επίσης μία επίστρωση οργανικής βαφής και μία με ένα είδος βερνικιού. Πολλοί ίσως να έχουν παρατηρήσει πως ακόμα και τα CD-Rs παρουσιάζουν διαφορές στο χρώμα και δεν είναι πάντα χρυσαφιά. Αυτό οφείλεται στην οργανική επίστρωση που μπορεί να είναι φθαλοκυανίνη ή κυανίνη. Στην πρώτη περίπτωση, το CD-R είναι πιο ανθεκτικό και αναγνωρίζεται από το αμιγώς χρυσαφί χρώμα, ενώ, στη δεύτερη περίπτωση, το χρυσαφί χρώμα έχει επίσης μπλε και/ή πράσινες αποχρώσεις.

ΔΟΜΗ, ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΚΑΙ "ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ"

Στα CD-Rs τα δεδομένα γράφονται σειριακά και 'τοποθετούνται" σημάδια, γνωστά ως lead-in και lead-out, που δηλώνουν την αρχή και το τέλος μίας εγγραφής. Το CD-R είναι ένα "Write-Once Read-Many" (WORM - δηλαδή, γράφεται μία διαβάζεται πολλές) μέσο και αυτό σημαίνει πως από τη στιγμή που κάποια δεδομένα γράφονται, δεν μπορούν να διαγραφούν, το δε μέσο δεν μπορεί να επανεγγραφεί.

Κατά την εγγραφή, η πληροφορία "τοποθετείται" μεταξύ δύο στρωμάτων με το στρώμα της αναγνώσιμης πλευράς να είναι πιο παχύ. Βάσει του τελευταίου εξηγείται και η μεγαλύτερη ευαισθησία της πλευράς του CD που φέρει την ετικέτα και που είναι λιγότερο ανθεκτική από την αναγνώσιμη απέναντι σε μηχανική κακομεταχείριοη. Μένοντας στην πλευρά που διαβάζεται, αναφέρουμε πως κάθε γρατσουνιά ή σκουπίδι προκαλεί την κακή εστίαση της ακτίνας laser, κάτι που συνήθως οδηγεί στην καταστροφή του CD.

Αν είχαμε τη δυνατότητα να δούμε με το μικροσκόπιο ένα γραμμένο CD, θα παρατηρούσαμε στην επιφάνειά του μικρές εσοχές (λακκούβες) δημιουργημένες από την ακτίνα laser, οι οποίες (όπως Θα δούμε σε επόμενη ενότητα) "μεταφράζονται" σε δεδομένα. Οι εσοχές αυτές, γνωστές ως pits, ξεκινούν από το εσωτερικό μέρος του δίσκου για να τελειώσουν στο εξωτερικό και οι διαστάσεις τους διαφέρουν ως προς το μήκος. Το βάθος τους είναι 0,2 μm και το πλάτος τους 0,4 μm, ενώ η απόσταση μεταξύ δύο εσοχών ανέρχεται σε 1,66 μm.

Τα CD-Rs "κυκλοφορούν" σε δύο διαμέτρους που καθορίζουν και τη χωρητικότητά τους: 120 mm (δύο ειδών) και 80 mm.

Τα CD-Rs που κυκλοφορούν κυρίως στο εμπόριο είναι διαμέτρου 120 mm, χωρητικότητας 700 ΜΒ δεδομένων και 74 λεπτών ήχου. Κατά την αγορά CD-Rs, εκτός από τη χωρητικότητα, πρέπει να ελέγχουμε και την ταχύτητα εγγραφής που υποστηρίζει το CD-R και που, συνήθως, αναγράφεται στη συσκευασία του. Η διαφορά της εγγραφής σε τετραπλή ταχύτητα από αυτή σε διπλή εντοπίζεται στο ότι η ακτίνα laser, προκειμένου να προλάβει να δημιουργήσει τις εσοχές (αφού περνά με διπλάσια ταχύτητα από τη διπλή ταχύτητα εγγραφής), έχει αυξημένη ισχύ. Έτσι, το CD-R Θα πρέπει να είναι κατασκευασμένο με τρόπο που να επιτρέπει την "αντοχή" του στην αυξημένη αυτή ισχύ.

ΤΑ CD RECORDERS

Τα CD Recorders κατατάσσονται σε κατηγορίες βάσει κυρίως της ταχύτητάς τους. Ενώ οι πρώτες συσκευές του είδους διέθεταν διπλή ταχύτητα εγγραφής και ανάγνωσης, σήμερα πλέον αναφερόμαστε σε CD Recorders που γράφουν σε τετραπλή και διαβάζουν σε εξαπλή ταχύτητα ή που γράφουν σε διπλή και διαβάζουν σε οκταπλή ταχύτητα. Παρατηρείται, μάλιστα, το φαινόμενο ενός μικρού "διχασμού" μεταξύ των εταιριών κατασκευής όσον αφορά στην εξέλιξη των ταχυτήτων. Έτσι, ενώ μερικές προτιμούν να αυξάνουν την ταχύτητα εγγραφής και να διατηρούν την ταχύτητα ανάγνωσης σε ελαφρώς υψηλότερα επίπεδα, κάποιες άλλες διατηρούν τη διπλή ταχύτητα εγγραφής και αυξάνουν συνεχώς την ταχύτητα ανάγνωσης. Παράδειγμα για την πρώτη κατηγορία αποτελεί η Yamaha με το CDR400 που διαθέτει τετραπλή ταχύτητα εγγραφής και εξαπλή ταχύτητα ανάγνωσης, ενώ για τη δεύτερη η Sony με το Spressa 928Ε που διαθέτει διπλή ταχύτητα εγγραφής και οκταπλή ταχύτητα ανάγνωσης. Η μικρή μέχρι σήμερα ταχύτητα ανάγνωσης των CD Recorders οδηγούσε τους περισσότερους χρήστες στην επιπλέον αγορά ενός ταχύτερου CD-ROM drive. Η αύξηση της ταχύτητας ανάγνωσης των CD Recorders, όμως, τείνει να οδηγήσει το φαινόμενο αυτό στην εξαφάνισή του.

 Ο BUFFER

0 buffer του CD Recorder (θα τον συναντήσουμε αρκετές φορές στη συνέχεια λόγω της σπουδαιότητάς του) είναι μία περιοχή μνήμης αφιερωμένη στη συνεχή τροφοδοσία του μηχανισμού εγγραφής με δεδομένα. Στην ερώτηση 'γιατί απαιτείται η ύπαρξή του;", η απάντηση είναι πολύ απλή: Διότι κάθε διακοπή στη ροή των δεδομένων αποδεικνύεται... μοιραία για το CD-R! 0 buffer διατηρεί συνεχώς μία ποσότητα δεδομένων (συνεχώς ανανεούμενη) και τροφοδοτεί το μηχανισμό εγγραφής, όταν προκαλούνται μικρές διακοπές στο σύστημα. Οι μικρές αυτές διακοπές προξενούνται συχνά και μπορεί να προέρχονται από πολλές διαφορετικές "πηγές". Το τυπικό μέγεθος bufter είναι 1 ΜΒ, αλλά ήδη οι κατασκευαστές έχουν αρχίσει να δείχνουν την προτίμησή τους στο μέγεθος των 2 ΜΒ. Παράδοξα φαινόμενα του κοντινού παρελθόντος αποτέλεσαν τόσο o bufter των 512 ΚΒ του καλύτερου (πιο αξιόπιστου) για αρκετό καιρό CD Recorder της Yamaha, CDR100, όσο και o buffer του DW-S114Χ της Pioneer με τις τεράστιες δυνατότητες αναβάθμισής του (βασικό μέγεθος: 1 ΜΒ).

Η ύπαρξη ενός μεγάλου buffer, σε συνδυασμό με έναν ισχυρό υπολογιστή, επιτρέπει την εκτέλεση και χρήση άλλων εφαρμογών κατά τη διάρκεια της εγγραφής, κάτι που μπορεί να θεωρηθεί πολύ σημαντικό, αν ο υπολογιστής δεν χρησιμοποιείται μόνο για εγγραφές CDs.

 ΛΟΙΠΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

0 τίτλος "Λοιπά Χαρακτηριστικά" δεν μειώνει διόλου τη σημασία των χαρακτηριστικών που Θα εξετάσουμε στη συνέχεια, αφού κάποια από αυτά καθορίζουν το ποσοστό επιτυχίας της εγγραφής, τη δυνατότητα εγγραφής συγκεκριμένων τύπων CDs, τη δυνατότητα χρήσης συγκεκριμένης μεθόδου εγγραφής κ.ά.

Τρόποι εγγραφής

Οι τρόποι ή μέθοδοι εγγραφής που υποστηρίζει ένα CD Recorder (αναλύονται ακολούθως) είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του. Καλό Θα είναι η συσκευή να υποστηρίζει και τους τέσσερις γνωστούς τρόπους εγγραφής: trackat-once, disc-at-once, multisession (track multisession) και incremental (packet) writing. Λόγω της ύπαρξης πλήθους συσκευών που υποστήριζαν μόνο τους τρεις πρώτους τρόπους (ο packet writing τρόπος αποτελούσε μελλοντικό στόχο), ο χρήστης θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός, ώστε να επιλέξει CD Recorder που να υποστηρίζει τον τέταρτο τρόπο, καθώς τείνει να γίνει πλέον από τους πιο διαδεδομένους.

 Τύποι CDs

Οι τύποι CDs που υποστηρίζει ένα CD Recorder δεν αποτελούν συνήθως πρόβλημα κατά την εγγραφή, αφού όλες οι συσκευές υποστηρίζουν όλους τους γνωστούς τύπους. Μερικοί από αυτούς που πρέπει να υποστηρίζονται είναι οι CD-ROM, audio CD, CD-ROM ΧΑ, CD- i και mixed mode.

Τρόποι εισαγωγής CD

Στο παρελθόν το CD-R εισαγόταν στο CD Recorder, αφού πρώτα τοποθετούνταν σε μία διαφανή πλαστική θήκη γνωστή ως caddy. Σήμερα, το δισκάκι τοποθετείται απλώς στο ειδικό συρτάρι, γνωστό ως trαy, στη συντριπτική πλειοψηφία των συσκευών. 0 βασικός λόγος της κατά το παρελθόν επικράτησης του caddy ήταν η προστασία από τη σκόνη. Όμως, από τη στιγμή που το CD-R αποσυσκευάζεται, αν τοποθετείται αμέσως στο tray και εισάγεται στο προστατευμένο εσωτερικό της συσκευής, παύει να υφίσταται και ο λόγος χρήσης caddy.

Και πολλά άλλα...

Οι υποδοχές, τα jumpers καθορισμών, οι ενδεικτικές λυχνίες, η emergency hole, τα πλήκτρα, το MTBF (εκτιμώμενος χρόνος χρήσης που μεσολαβεί από την κατασκευή της συσκευής μέχρι την πρώτη βλάβη) και το interface που χρησιμοποιεί είναι μερικά ακόμα από τα χαρακτηριστικά του CD Recorder. Το interface δεν είναι άλλο από το SCSI-2 και το MTBF κυμαίνεται μεταξύ 30.000 και 150.000 ωρών. Οι υποδοχές περιλαμβάνουν τη SCSI υποδοχή για σύνδεση με τον cοntrοller, την υποδοχή τροφοδοσίας και τους cοnnectors με την κάρτα ήχου. Τα jumpers, στο πίσω μέρος της συσκευής, καθορίζουν κυρίως τον αριθμό (ID) που Θα έχει ή συ σκευή στη SCS1 αλυσίδα συσκευών. Τα πλήκτρα, εκτός φυσικά του eject, τείνουν να καταργηθούν, ενώ οι ενδεικτικές λυχνίες και η emergency hole (μία μικρή τρύπα στο μπροστινό μέρος της , συσκευής που χρησιμοποιείται για την εξαγωγή του δίσκου, αν, για οποιονδήποτέ λόγο, αδυνατεί να "υπακούσει" η συσκευή) μπορεί να' αποδειχθούν ιδιαίτερα χρήσιμες. Τέλος, αναφέρουμε πως ', τα περισσότερα CD Recorders της αγοράς κυκλοφορούν τόσο σε εσωτερικές (σε bay του υπολογιστή των 5.25 ί ντσών) όσο και σε εξωτερικές "εκδόσεις".

ΤΥΠΟΙ CDs

Εν αρχή ην... το audio CD ή CD-DA (Digital Audio). Πρόκειται για το γνωστό σε όλους CD ήχου που μας συντροφεύει εδώ και πολλά χρόνια. 0 τύπος αυτός CD ήταν το αποτέλεσμα της συνεργασίας των εταιριών Philips και Sony. Αρχισε να κυκλοφορεί τον Οκτώβριο του 1982 και οι προδιαγραφές του είναι γνωστές ως Red Book. 0 δεύτερος `γόνος" της τεχνολογίας των Compact Discs ακούει στο όνομα CDROM (Read Οηly Memory) και δεν είναι άλλος από το γνωστό CD που περιέχει δεδομένα υπολογιστή. Οι προδιαγραφές, γνωστές ως Yellow Book, αποτελούν και πάλι αποτέλεσμα της συνεργασίας Philips και Sοηy. Το CD-i περιγράφεται από τις προδιαγραφές Green Book και είναι ένας τύπος CD που δημιουργήθηκε για να κάνει δυνατή την εκτέλεση των interactive multimedia εφαρμογών σε ένα ειδικό player που συνδέεται στην τηλεόραση. Το CD-ΧΑ (extended Architectυre) αποτελεί προέκταση των προδιαγραφών του Yellow Book. Γενικά, είναι σύμφωνο με το ΙS0 9660 logical format (πρότυπο που καθορίζει τη δομή "δέντρου" των directories και files), έχει όμως σχεδιαστεί για να προσφέρει καλύτερες δυνατότητες video και ήχου ("δανεισμένες" από το πρότυπο CD-i). Το CD-ROM ΧΑ και οι προδιαγραφές Orange Book του εγγράψιμου CD (CD-R) αποτελούν τη βάση για το Photo CD, έναν τύπο CD που δημιουργήθηκε για την αποθήκευση φωτογραφιών. Παράλληλα με τους τύπους των CDs, αναφέρουμε πρότυπα και προδιαγραφές πάνω στις οποίες στηρίζονται. Έτσι, το CD Bridge είναι ένα σύνολο προδιαγραφών που καθορίζει τον τρόπο εγγραφής πληροφοριών CD-i σε έναν δίσκο CDROM ΧΑ και βρίσκει εφαρμογή σε Photo και Video CDs. Το Video CD (περιγράφεται από τις προδιαγραφές White Book) είναι ένα σύστημα αναπαραγωγής-παρουσίασης πλήρους κίνησης εικόνων "συνεργαζόμενων" με ήχο. Το video και ο ήχος συμπιέζονται μαζί με τη χρήση του προτύπου MPEG1 και γράφονται σε έναν δίσκο CD Bridge. Σύμφωνα με τις προδιαγραφές, στην περίπτωση αυτή το CD περιέχει μία πίστα (track) δεδομένων που έχει γραφτεί σε CD-ROM ΧΑ (Mode 2 Form 2).

Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο είναι ότι κάποιοι από τους ανωτέρω τύπους μπορούν να συνδυαστούν στο ίδιο CD. Ετσι, για παράδειγμα, ο συνδυασμός δεδομένων (CD-ROM) και ήχου (CD-DA) έχει ως αποτέλεσμα τον δίσκο mixed mode. 0 δίσκος αυτός περιέχει πίστες δεδομένων και ήχου (data και audio tracks) με τα δεδομένα να περιέχονται σε ένα track (το πρώτο) και τα audio tracks να ακολουθούν. Ένας άλλος τύπος CD που έχει να κάνει περισσότερο με τη δομή παρά με τα περιεχόμενα του δίσκου είναι ο multisession, στον οποίο η εγγραφή γίνεται σταδιακά. o χρήστης γράφει ένα σύνολο δεδομένων (tracks) και αυτό αποτελεί ένα session. Αφού τελειώσει με αυτό, μπορεί να γράψει άλλο session κ.ο.κ. Αν τα δεδομένα των sessions έχουν συνδεθεί, όταν το CD διαβάζεται από ένα CD-ROM drive που υποστηρίζει multisession δυνατότητα, τα περιεχόμενά του παρουσιάζονται σαν να έχουν γραφτεί μονομιάς. Το multisession CD που περιέχει έναν αριΘμό από audio tracks στο πρώτο session (προς το παρόν φανταστείτε το session σαν πακέτο εγγραφής δεδομένων) και ένα CD-ROM ΧΑ data track στο δεύτερο session ονομάζεται CD Εxtrα ή CD Plus (περιγράφεται από τις προδιαγραφές Blue Book). 0 τύπος αυτός αποτελεί μία εναλλακτική λύση του mixed mode για το συνδυασμό ήχου (μπορεί να αναπαραχθεί σε CD players) και εφαρμογής υπολογιστή σε ένα απλό CD. 0 τελευταίος τύπος CD, στον οποίο θα αναφερθούμε, είναι ο υβριδικός ή hybrid. Στην πραγματικότητα, o τύπος αυτός δεν είναι παρά ένα CD-R που περιλαμβάνει sessions που έχουν γραφτεί, έχει όμως μείνει "ανοικτό" (δεν έχει δοθεί εντολή "κλεισίματος") για μελλοντικές εγγραφές sessions. Οι σχετικές προδιαγραφές περιλαμβάνονται στο Orange Book. Ωστόσο, ο όρος hybrid έχει επικρατήσει για τα CDs που περιέχουν τόσο DOS/Windows (ISO 9660) όσο και Macintosh software (HFS). Οι περισσότεροι από τους προαναφερθέντες τύπους CD μπορούν να δημιουργηθούν και να αναπαραχθούν με ένα CD Recorder, ενώ ελάχιστοι από αυτούς μπορούν μόνο να αναπαραχθούν (εξαρτάται από τους τύπους CD που υποστηρίζει το CD Recorder).

Η ΕΓΓΡΑΦΗ

Η εγγραφή του CD είναι μία διαδικασία που μπορεί εν συντομία να περιγραφεί ως η δημιουργία "σημαδιών" επάνω σε μία ευαίσθητη στη θερμοκρασία επιφάνεια. Προκειμένου αυτή η διαδικασία να γίνει περισσότερο κατανοητή, θα "παρακολουθήσουμε" τη διαδρομή που ακολουθούν τα δεδομένα από το σκληρό δίσκο στο CD-R. Υποθέτοντας, λοιπόν, πως τα δεδομένα "αποχωρίζονται" το σκληρό δίσκο, η διαδρομή που ακολουθούν έχει ως επόμενο σταθμό τον SCSI controller (παρακάμπτουμε ορισμένα ενδιάμεσα στάδια λόγω διαφορών μεταξύ IDE και SCSI δίσκων). 0 controller είναι αυτός που θα συντονίσει τις λειτουργίες μεταφοράς δεδομένων. Τα δεδομένα μέσω του SCSI καλωδίου "εισάγονται" στο CD Recordeι Τα πρώτα δεδομένα που θα φΘάσουν τοποθετούνται και γεμίζουν τον bufter της συσκευής.

Μόλις ο bufter γεμίσει, αρχίζει η αποστολή των δεδομένων που περιέχει προς το μηχανισμό εγγραφής. 0 τελευταίος είναι στην ουσία ένας μετατροπέας που αντιστοιχίζει σε κάθε "0" και "1" αντίστοιχες στάθμες ισχύος της ακτίνας laser. Η ποσότητα των δεδομένων που φεύγει από τον bufter αναπληρώνεται με δεδομένα πολύ γρήγορα. Για την ακρίβεια, σε έναν καλά "ρυθμισμένο" υπολογιστή, η πληρότητα του buffer διατηρείται σε ποσοστό υψηλότερο του 95%.

Τα δεδομένα αποτυπώνονται στην επιφάνεια του CD με διαφορετικού μήκους (αλλά ίσου πλάτους και βάθους) αυλάκια. Η διαδικασία επαναλαμβάνεται συνεχώς, ώσπου τα τελευταία δεδομένα να φθάσουν στον bufter και αυτός με τη σειρά του να τα προωθήσει στο μηχανισμό εγγραφής. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η αρχή και το τέλος "σημειώνονται" με τις περιοχές lead-in και lead-out αντίστοιχα. Η διαδικασία τελειώνει (αν δεν πρόκειται για την εγγραφή ενός session με σκοπό να ακολουθήσουν και άλλα) με το κλείσιμο του CD (close, fixate ή finalize disk), ώστε να μπoρεί να διαβαστεί από όλα τα CD-ROM drives.

Η διαδικασία της ανάγνωσης περιλαμβάνει διαφορετικά στάδια. Η ακτίνα laser εστιάζει στο στρώμα που την ανακλά (στρώμα μεταξύ των δύο πλευρών) και το ανακλώμενο φως συλλέγεται από φωτοευαίσθητους "συλλέκτες". Αν η ακτίνα πέσει σε εσοχή, το φως που ανακλάται και στη συνέχεια συλλέγεται έχει διαφορετική ένταση. 0ι αυξομειώσεις της έντασης μεταφράζονται σε ψηφία (0 και 1 ) και επόμενος σταθμός τους είναι ο SCSI controller.

 

"ΠΗΓΕΣ" ΕΓΓΡΑΦΗΣ

Στην ενότητα αυτή γίνεται αναφορά στο σύστημα που περιλαμβάνει τον τρόπο διάταξης των προς εγγραφή δεδoμένων και στο μέσο από το οποίο αυτά ξεκινούν, το οποίο συχνά αναφέρεται ως "πηγή".

Οι "πηγές" δεν εξαρτώνται από τις δυνατότητες του CD Recorder και του CD-R (τουλάχιστον άμεσα), αλλά κυρίως από τη μορφή των δεδομένων (αριθμός και μέγεθος αρχείων) καθώς και τις δυνατότητες του hαrdwαre εξοπλισμού που εμπλέκεται στη διαδικασία αποστολής των δεδομένων στο CD Recorder. Οι γνωστές "πηγές" που χρησιμοποιούνται, κατ' επιλογή του χρήστη, είναι τέσσερις: η Virtual CD image, η Real CD image, η SCSI και η Cue sheet.

Virtual CD image

Αν χρησιμοποιηθεί η "πηγή" Virtual CD image, το πρόγραμμα εγγραφής δημιουργεί δείκτες, οι οποίοι περιέχουν πληροφορίες για τη θέση των προς εγγραφή αρχείων (μέσο, υποκατάλογος, όνομα αρχείου). Μόλις τελειώσει η διαδικασία δημιουργίας του καταλόγου δεικτών, το πρόγραμμα αρχίζει να εντοπίζει μέσω καταλόγου-τα αρχεία και να τα μεταφέρει οη-the-fly (χωρίς την παρέμβαση τρίτου) ένα-ένα προς το CD Recorder. Η "πηγή" αυτή χρησιμοποιείται συνήθως όταν τα αρχεία είναι λίγα σε αριθμό και μεγάλα σε μέγεθος και όταν το μέσο από το οποίο ξεκινούν διαθέτει υψηλό ρυθμό μεταφοράς δεδομένων και μικρό χρόνο προσπέλασης. Τέτοια μέσα είναι τα CDROM drives και οι σκληροί δίσκοι, IDE ή SCSI, πρόσφατης τεχνολογίας. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της χρήσης αυτής της "πηγής" είναι ο μικρός σε μέγεθος ελεύθερος χώρος που απαιτείται στο σκληρό δίσκο. Η "πηγή" αυτή παίρνει επίσης μέρος (αποτελεί το πρώτο στάδιο) στη δημιουργία της δεύτερης "πηγής" που αναφέραμε, της Real ISO image.

Real ISO image

Η δεύτερη πηγή", μέσω Real ISO image (CD-ROM image, image, disc image), Θέλει το CD να δημιουργείται εικονικά και προσωρινά πάνω στο δίσκο. Εκεί δημιουργείται ένα τεράστιο αρχείο (ανάλογο του συνολικού όγκου των δεδομένων) με όλα τα περιεχόμενα το προς εγγραφή αρχείων, τους υποκαταλόγους, καθώς και τη δομή που θα έχουν στο CD. Η Χρήση αυτής της "πηγής" συνίστάται όταν το σύστημα, και ιδιαίτερα o δίσκος, παρουσιάζει χαμηλές επιδόσεις στη μεταφορά των δεδομένων (δεν απαιτείται υψηλό transfer rate), όταν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε υψηλή ταχύτητα εγγραφής (τετραπλή), καθώς και όταν θέλουμε να δημιουργήσουμε πολλά αντίγραφα.

 

SCSI

Η τρίτη "πηγή" εγγραφής απαιτεί, εκτός του CD Recorder, άλλη μία τουλάχιστον SCS! συσκευή, η οποία πρέπει να τοποθετηθεί στην ίδια SCSI αλυσίδα και να διαθέτει ταχύτητα μεταφοράς δεδομένων αρκετά μεγαλύτερη αυτής του CD Recorder. Αν η συσκευή που θα τοποθετηθεί είναι ένα SCSI CD-ROM drive, μπορούμε να φανταστούμε τη διαδικασία εγγραφής σαν ένα "diskcopy'. Στην περίπτωση αυτή, καλό Θα είναι το CD-ROM drive να διαθέτει μεγάλη ταχύτητα (6χ και περισσότερο).

Cue sheet

Τέλος, η Cue sheet χρησιμοποιεί δείκτες για τα αρχεία, όπως η Virtual CD image, αλλά κυρίως χρησιμοποιείται για την εγγραφή των CDs ήχου, των mixed mode CDs και, γενικά, μίας λίστας με tracks στο ίδιο session χωρίς τη μεσολάβηση του χρήστη.

ΤΡΟΠΟΙ ΕΓΓΡΑΦΗΣ

Το CD Recorder είναι μία συσκευή που, κατά την εγγραφή, προσπελάζει το CD "σειριακά" ή, καλύτερα, με συνεχή ροή σε αντίθεση με την ανάγνωση, όπου εκτελείται τυχαία προσπέλαση. Η "σειριακή" αυτή εγγραφή μπορεί να πραγματοποιηθεί με τέσσερις τρόπους: track-atonce, track multisession, dίsc-at-once και incremental (packet) writing. 0 τρόπος που Θα χρησιμοποιηθεί επιλέγεται με βάση τις δυνατότητες του προγράμματος εγγραφής. Για παράδειγμα, ενώ μία συσκευή υποστηρίζει τον τρόπο εγγραφής track-at-once, μπορεί το πρόγραμμα εγγραφής να μην έχει αυτή τη δυνατότητα. Έτσι, πρέπει να επιλεγεί ένας τρόπος εγγραφής αποδεκτός και από τους δύο παράγοντες. 0 μόνος τρόπος που παρουσιάζει μεγάλες διαφορές από τους άλλους τρεις είναι ο incremental (packet) writing, στου οποίου τις ιδιαιτερότητες θα αναφερθούμε στη συνέχεια.

Track·at-once

0 τρόπος εγγραφής track-at-once, όπως φαίνεται και από το όνομά του, χρησιμοποιείται για την εγγραφή ενός

track οποιουδήποτε τύπου (CD-ROM, CD-DA κ.ά.) στο CD-R. Βέβαια, υπάρχουν και κάποιοι περιορισμοί, τους oποίους ο χρήστης θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη του. Το track που Θα εγγραφεί πρέπει να έχει μέγεθος μεγαλύ τερο από 300 blocks (αντιστοιχούν σε 700 ΚΒ ή 4 δευτερόλεπτα χρόνου αναπαραγωγής με απλή ταχύτητα), Οπως καθορίζουν οι προδιαγραφές Red Book, ο χρήστης έχει n δυνατότητα δημιουργίας 99 tracks σε ένα CD. 0 δίσκος δεν διαβάζεται, αν δεν χρησιμοποιηθεί ειδικό software ή a δεν ολοκληρωθούν οι εγγραφές (με κλείσιμο του δίσκου)

Track multisession ,

 0 τρόπός track muItisessiontrack incremental) μοιάζέι με τον track-at-once και επιτρέπει τη δημιουργία sessions που περιέχουν tracks. Βέβαια, και εδώ υπάρχουν σημαντικοί περιορισμοί. Κάθε session πρέπει να περιέχει τουλάχιστον ένα track, ενώ και εδώ ο χρήστης περιορίζεται στις 99 εγγραφές. Κάθε session περιέχει, εκτός από την περιοχή δεδoμένων, τις περιοχές Lead-in και Lead-ου που μας "κοστίζουν" 13.5 ΜΒ. Με κάΘε session που δημιουργούμε, λοιπόν, χάνουμε 13.5 ΜΒ (για παράδειγμα, σε ένα CD με έξι sessions έχει χαθεί χώρος 71 ΜΒ). Αυτό μας δείχνει πως δεν είναι σωστό να δημιουργούμε sessions για να γράψουμε μικρές ποσότητες δεδομένων. Για να είναι αυτός ο τρόπος αποδοτικός, πρέπει να συγκεντρώνουμε ποσότητες άνω των 100 ΜΒ. Ενα επίσης κενό, αλλά μικρό, δημιουργείται μεταξύ των tracks ενός session και έχει μέγεθος 150 blocks (αντιστοιχούν σε 350 ΚΒ ή 2 δευτερόλεπτα αναπαραγωγής σε μονή ταχύτητα). Οι περιορισμοί τελειώνουν με την αποφυγή της μείξης των τύπων CD-ROM και CD-ROM ΧΑ στον ίδιο δίσκο. Αν και μερικά προγράμματα υποστηρίζουν αυτό το συνδυασμό, παρουσιάζονται προβλήματα κατά την ανάγνωση του δίσκου. Τα CDs που δημιουργούνται με τον τρόπο multisession δεν διαβάζονται από όλα τα CD-ROM drives (μερικά από αυτά ακολουθούν τη μέΘοδο Kodak Photo-CD για multisession το οποίο στηρίζεται στον τύπο CD-ROM ΧΑ, ενώ άλλα ακολουθούν τον τύπο CD-ROM Mode 1 /Mode 2). Τα "single session" CD-ROM drives μπορούν να διαβάσουν μόνο το πρώτο sessιon ενος ίD-R, ένώ απαιτείται η χρήση ειδικών drivers για τη δυνατότητα επιλογής του session που Θέλουμε να διαβαστεί.

Disc-at-once

0 disc-at-once διαφέρει αρκετά από τους πρώτους δύο τρόπους εγγραφής, καθώς με τη χρήση του η εγγραφή όλου του δίσκου (Lead-in περιοχή, περιοχή δεδομένων, Lead-out περιοχή) γίνεται μονομιάς, με την ακτίνα laser να λειτουργεί αδιάκοπα. 0 τρόπος αυτός θεωρείται ιδανικός για τη δημιουργία ενός master disc που Θα τοποθετηθεί σε replicator (συσκευή που αντιγράφει CDs χωρίς τη χρήση υπολογιστή) για μαζική παραγωγή. Αυτό συμβαίνει για έναν και μόνο λόγο: Στους πρώτους δύο τρόπους εγγραφής που αναφέραμε, η εγγραφή ξεκινά με τα δεδομένα, ακολουθεί η εγγραφή της Lead-out περιοχής και όλα τελειώνουν με την εγγραφή της Lead-in περιοχής, η οποία περιέχει και τον TOC (Table Of Contents) - δηλαδή, τον πίνακα περιεχομένων. Όταν τελειώνει η εγγραφή κάθε περιοχής, η ακτίνα- laser σταματά για να μετακινηθεί στην επόμενη και σε κάθε τέτοια μετακίνηση δημιουργούνται συνδετικά τμήματα (lin blocks). Όταν, λοιπόν, το master disc που έχει γραφτεί με έναν από τους πρώτους δύο τρόπους τοποθετηθεί σε repl cator, τα link blocks αναγνωρίζονται ως "uncorrectable errors" - λάθη, δηλαδή, μη επιδεχόμενα διόρθωση. Κατά την εγγραφή με τον τρόπο disc-at-once δεν δημιουργούνται link blocks και έτσι αυτός θεωρείται ο ιδανικός για τη δημιουργία master disc. 0 τρόπος disc-at-once απαιτεί από το πρόγραμμα να στείλει στο CD Recorder ένα "Cue sheet", τ οποίο περιγράφει τη δομή του δίσκου που Θα δημιουργηθεί. Το CD Recorder δέχεται τα δεδομένα και αρχίζει η εγγραφή της περιοχής Lead-in με τον πίνακα περιεχομένων (TOC). Ακολουθεί η εγγραφή της περιοχής δεδομένων και το τέλος έρχεται με την εγγραφή της περιοχής Lead-out. εν λόγω τρόπος εγγραφής δημιουργεί CDs που περιέχουν μόνο ένα session. Στον τρόπο disc-at-οηce βασίζεται και ένας ακόμη τρόπος, άγνωστος στους περισσότερους χρήστες: ο session-at-once. Αυτός αποτελεί υποσύνολο του disc-at-once και χρησιμοποιείται αποκλειστικά στον τύπο CD Extra. Με τον συγκεκριμένο τρόπο εγγραφής, το πρώτο session που περιλαμβάνει πολλά tracks ήχου ηχογραφείται με ένα πέρασμα, μετά η ακτίνα laser σταματά, αλλά ο δίσκος δεν κλείνει. Στη συνέχεια, εκτελείται η εγγραφή του δεύτερου session, αυτού των δεδομένων, και το CD κλείνεται.

Incremental (packet) writing

0 τρόπος που, ενώ πριν από λίγο καιρό αποτελούσε φιλόδοξο σχέδιο των εταιριών, σήμερα γνωρίζει μεγάλη αποδοχή είναι ο incremental (packet) writing. Σύμφωνα με αυτόν, το σύστημα CD Recorder - CD-R συμπεριφέρεται όπως ένας σκληρός δίσκος επιτρέποντας την εγγραφή ενός αρχείου, όσο μικρό και να είναι αυτό. Το πρόγραμμα εγγραφής εκτελείται στο υπόβαθρο (background) και πρoσφέρει τη δυνατότητα εγγραφής των αρχείων με ένα απλό drag'n'drop. 0 τρόπος αυτός χρησιμοποιεί ένα διαφορετικό σύστημα αρχείων από το ΙS0 9660, ονόματι ECMA 168, το οποίο επιτρέπει την προσθήκη ενός και μόνο αρχείου χωρίς την επανεγγραφή του συστήματος αρχείων. Τα CDs που δημιουργούνται με αυτό τον τρόπο δεν διαβάζονται από τα CD-ROM drives, αν δεν "ετοιμαστούν" από το ειδικό πρόγραμμα εγγραφής ή αν δεν χρησιμοποιηθεί ειδικός driver. Τα προγράμματα που κάνουν πράξη αυτόν τον τρόπο εγγραφής δεν δίνουν τη δυνατότητα εγγραφής με άλλον. Το ίδιο συμβαίνει και με τα προγράμματα που υποστηρίζουν τους άλλους τρεις τρόπους, τα οποία δεν προσφέρουν τη δυνατότητα εγγραφής με τον τρόπο incremental (packet) writing. 0 τελευταίος γίνεται όλο και πιο δημοφιλής, ιδιαίτερα μετά την έλευση των CD ReWritable drives, και πρόκειται σύντομα να επικρατήσει. Οι πρώτοι "εκφραστές" αυτού του τρόπου εγγραφής ήταν τα CD Recorders Philips CDD2000 και Sony 920S.